- Σαν αποτέλεσμα των πλημμυρικών φαινομένων παθογόνα και τοξικές ουσίες- χημικά, διαλύτες, λίπη, βιομηχανικά απόβλητα και φυτοφάρμακα- ξεπλένονται από τις αστικές και βιομηχανικές περιοχές, μεταφέρονται και απελευθερώνονται στο περιβάλλον, μολύνοντας τα τοπικά ύδατα. Η μόλυνση του νερού μπορεί επίσης να προκληθεί από την υπερχείλιση των αποχετευτικών συστημάτων γεγονός το οποίο είναι αρκετά συχνό στην περίπτωση έντονων πλημμυρικών φαινομένων. Επιπρόσθετα οι πλημμύρες πολύ συχνά προκαλούν την καταστροφή καλλιεργειών, ειδικότερα αυτών που συνήθως ευδοκιμούν σε ξηρά εδάφη, δεδομένου ότι οι ρίζες των φυτών καταστρέφονται από το κορεσμένο έδαφος. Σε πολλές περιπτώσεις ο κορεσμός του εδάφους μπορεί να προκαλέσει κατολισθήσεις και αστάθεια, δημιουργώντας ζητήματα ασφάλειας.
-
Οι δασικές πυρκαγιές έχουν άμεσες και έμμεσες οικολογικές επιπτώσεις. Επηρεάζουν άμεσα την ποικιλότητα και βιωσιμότητα των πληθυσμών άγριας ζωής και πολύ συχνά απειλούν είδη υπό εξαφάνιση καθώς καθιστούν τους οικότοπους ακατάλληλους για τη φιλοξενία κάποιων ειδών.
Επιπλέον η μεταφορά επικίνδυνων καμένων υλικών στα παρακείμενα παραποτάμια και υδατικά συστήματα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ποιότητα των υδάτων και συνεπώς στη βιωσιμότητα της ιχθυοπανίδας.
Η ποιότητα των καμένων εδαφών είναι υποβαθμισμένη λόγω των αλλαγών στις φυσικές και χημικές ιδιότητες του εδάφους. Η μετατροπή της οργανικής ύλης του εδάφους σε στάχτη έχει ως αποτέλεσμα τη μειωμένη αποδοτικότητά του. Η ποιότητα του αέρα καθώς και το ισοζύγιο ακτινοβολιών στην ατμόσφαιρα μπορούν να επηρεαστούν δραματικά, είτε άμεσα είτε έμμεσα λόγω της αυξημένης εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου κατά τη διάρκεια μίας πυρκαγιάς. Τα αέρια του θερμοκηπίου περιλαμβάνουν μονοξείδιο του άνθρακα, διοξείδιο του άνθρακα, μεθάνιο και διοξείδιο του αζώτου (CO,CO2, CH4, N2O).
Επιπροσθέτως η καταστροφή της φυτοκάλυψης του δάσους επηρεάζει έμμεσα το περιβάλλον καθώς αυξάνει τον κίνδυνο πλημμυρικών φαινομένων στην καμένη περιοχή.
Τα υδροαπωθητικά εδάφη που δημιουργούνται από τις δασικές πυρκαγιές λειτουργούν ανασταλτικά στην απορρόφηση του νερού από το έδαφος με αποτέλεσμα την αύξηση της απορροής και της πλημμυρικής αιχμής. Τέλος η συνεπακόλουθη οικολογική υποβάθμιση θέτει σε αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα του δάσους και των γύρω οικοσυστημάτων.
Η περιοχή υλοποίησης
Το FLIRE υλοποιείται σε περιαστική έκταση της Ανατολικής Αττικής , στην ευρύτερη περιοχή της λεκάνης απορροής του ρέματος Ραφήνας, μία τυπική μεσογειακή περιοχή που εκτείνεται σε περίπου 130 km2 και χαρακτηρίζεται από ραγδαία και ανεξέλεγκτη αστικοποίηση. Η περιοχή είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένη και συνηθισμένη τόσο σε πλημμυρικά φαινόμενα όσο και σε δασικές πυρκαγιές με αποτέλεσμα τη σταδιακή οικολογική της υποβάθμιση, με σημαντικές επιπτώσεις όχι μόνο στους κατοίκους της αλλά και στο σύνολο του πληθυσμού της Αθήνας (5 εκατομμύρια κάτοικοι).Η ευρύτερη περιοχή της λεκάνης απορροής του ρέματος Ραφήνας περιλαμβάνει 30% δασικές εκτάσεις, 50% καλλιεργήσιμα εδάφη και λιβάδια τα οποία βρίσκονται στις ανάντη περιοχές της λεκάνης και 20% αστικό ιστό που βρίσκεται στις κατάντη περιοχές.
Η κυρίαρχη βλάστηση στα δάση αποτελείται κυρίως από αείφυλλους –πλατύφυλλους θαμνότοπους, κωνοφόρα (κυρίως Χαλέπι Πέυκης) και σκληρόφυλλη βλάστηση, είδη ιδιαίτερα εύφλεκτα. Οι έντονες δασικές πυρκαγιές είναι πολύ συχνές στην περιοχή ( περίπου 80 πυρκαγιές λαμβάνουν χώρα στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής κάθε χρόνο, καταστρέφοντας περίπου 4.500 εκτάρια δασικής γης), με αποτέλεσμα την υποβάθμιση των ανάντη ευάλωτων δασών και τη σημαντική αλλαγή της κάλυψης γης. Όσον αφορά στα ύδατα της περιοχής, το κυρίως υδατόρευμα είναι το ρεύμα της Ραφήνας, το οποίο απορρέει στο Νότιο Ευβοϊκό Κόλπο, με τα ρέματα του Λυκορέματος, της Αγ. Παρασκευής και του Νέου Βουτζά, τα οποία στραγγίζουν στις πλαγιές του όρους Πεντελικού. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού το νερό που ρέει στα ρέματα αυτά έχει συχνά χαμηλή στάθμη, ενώ σε περιπτώσεις καύσωνα ενδέχεται να μην υπάρχει καν ροή στο ρέμα.
Παρά το γεγονός της χαμηλής ροής του νερού κατά τη διάρκεια των θερμών περιόδων, η περιοχή χαρακτηρίζεται από συχνά πλημμυρικά φαινόμενα. Αυτό μπορεί να αποδοθεί κυρίως:
- στην παρατεταμένη αστικοποίηση τα τελευταία 30 χρόνια (και τη συνεπακόλουθη μετατροπή της σε εκτάσεις αδιάβροχης γης)
- στην ύπαρξη συχνών περιστατικών πυρκαγιάς ( οι οποίες έχουν ερημώσει δάση που βρίσκονται ανάντη της λεκάνης)
- στις ειδικές γεωμορφολογικές και γεωλογικές συνθήκες της περιοχής (απότομες πλαγιές και πυκνό υδρογραφικό δίκτυο ανάντη, διαβρώσιμα εδάφη, κ.ο.κ.)
Οι ίδιοι λόγοι είναι που αυξάνουν τη διάβρωση, την αύξηση του φορτίου ιζημάτων και τις υδρομορφολογικές αλλαγές στα υδάτινα σώματα της περιοχής με εμφανείς επιπτώσεις στην κατάσταση τους.